- θεσμοφοριάζω
- θεσμο-φοριάζω,A keep the Thesmophoria, X.HG5.2.29, Gloss.Oxy.1802.35; Θεσμοφοριάζουσαι, name of a play by Aristophanes.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεσμοφοριάζω — (Α) [θεσμοφόρια] 1. (για γυναίκες) εορτάζω τα θεσμοφόρια 2. (πληθ. θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) Θεσμοφοριάζουσαι τίτλος κωμωδίας τού Αριστοφάνη … Dictionary of Greek
θεσμοφοριαζουσῶν — θεσμοφοριάζω keep the Thesmophoria pres part act fem gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφοριαζούσαις — θεσμοφοριάζω keep the Thesmophoria pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφοριάζειν — θεσμοφοριάζω keep the Thesmophoria pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφοριάζουσαι — θεσμοφοριάζω keep the Thesmophoria pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεσμοφοριαζούσας — θεσμοφοριαζούσᾱς , θεσμοφοριάζω keep the Thesmophoria pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) θεσμοφοριαζούσᾱς , θεσμοφοριάζω keep the Thesmophoria pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουκολιάζω — και βουκολιάζομαι και (δωρ. τ.) βωκολιάσδομαι (Α) συνθέτω και τραγουδώ βουκολικά άσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουκόλος, κατά τα θεσμοφοριάζω, οργιάζω κ.ά.] … Dictionary of Greek
θεσμοφοριασάσας — θεσμοφοριασά̱σᾱς , θεσμοφοριάζω keep the Thesmophoria aor part act fem acc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)